Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκών
ἀγλαΐζομαι
ἀγλαΐη
ἀγλαόκαρπος
ἀγλαός
ἀγνοέω
ἁγνός
ἄγνυμι
ἀγνώς
ἀγνώσασκε
ἄγνωστος
ἀγξηραίνω
ἄγονος
ἀγοράομαι
ἀγορεύω
ἀγορά
ἀγορῆθεν
ἀγορήνδε
ἀγορητής
View word page
ἀγνώς

-ῶτος

[as ἄγνωστος.]

Unknown Od. 5.79.

ShortDef

unknown, ignorant

Debugging

Headword:
ἀγνώς
Headword (normalized):
ἀγνώς
Headword (normalized/stripped):
αγνως
IDX:
84
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.85
Key:

Data

{'content': '<p>-ῶτος</p> <p>[as ἄγνωστος.]</p> <p>Unknown Od. 5.79.</p>'}