Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀνέμεινα
ἀνέμνησας
ἄνεμος
ἀνεμοσκεπής
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμώλιος
ἀνένεικα
ἀνέντες
ἀνέξομαι
ἀνέπαλτο
ἀνεπᾶλτο
ἀνέπνευσαν
ἀνερρίπτουν
ἀνέρριψαν
ἀνέρχομαι
ἀνερωτάω
ἄνεσαν
ἀνέσει
ἀνεσπάσατο
ἀνέσσυτο
ἀνέστη
View word page
ἀνεπᾶλτο

3 sing. aor. ἀνεφάλλομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνεπᾶλτο
Headword (normalized):
ἀνεπᾶλτο
Headword (normalized/stripped):
ανεπαλτο
IDX:
848
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.849
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἀνεφάλλομαι.</p>'}