Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
σκώληξ
σκῶλος
σκώψ
σμαραγέω
σμερδαλέος
σμερδνός
σμήχω
σμικρός
σμύχω
σμῶδιξ
σόλος
σόος
σορός
σός
σοφίη
σπάρτα
σπάω
σπεῖο
σπεῖος
σπεῖρον
σπένδω
View word page
σόλος
-ου, ὁ.
ShortDef
a mass
Debugging
Headword:
σόλος
Headword (normalized):
σόλος
Headword (normalized/stripped):
σολος
IDX:
8481
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8482
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}