Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σκύφος
σκώληξ
σκῶλος
σκώψ
σμαραγέω
σμερδαλέος
σμερδνός
σμήχω
σμικρός
σμύχω
σμῶδιξ
σόλος
σόος
σορός
σός
σοφίη
σπάρτα
σπάω
σπεῖο
σπεῖος
σπεῖρον
View word page
σμῶδιξ

-ιγγος, ἡ.

ShortDef

a weal, swollen bruise

Debugging

Headword:
σμῶδιξ
Headword (normalized):
σμῶδιξ
Headword (normalized/stripped):
σμωδιξ
IDX:
8480
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8481
Key:

Data

{'content': '<p>-ιγγος, ἡ.</p>'}