Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σκῦτος
σκυτοτόμος
σκύφος
σκώληξ
σκῶλος
σκώψ
σμαραγέω
σμερδαλέος
σμερδνός
σμήχω
σμικρός
σμύχω
σμῶδιξ
σόλος
σόος
σορός
σός
σοφίη
σπάρτα
σπάω
σπεῖο
View word page
σμικρός

-ή, -όν

[(σ)μικρός.]

Small Il. 17.757.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σμικρός
Headword (normalized):
σμικρός
Headword (normalized/stripped):
σμικρος
IDX:
8478
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8479
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[(σ)μικρός.]</p> <p>Small Il. 17.757.</p>'}