Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σκύλαξ
σκύμνος
σκῦτος
σκυτοτόμος
σκύφος
σκώληξ
σκῶλος
σκώψ
σμαραγέω
σμερδαλέος
σμερδνός
σμήχω
σμικρός
σμύχω
σμῶδιξ
σόλος
σόος
σορός
σός
σοφίη
σπάρτα
View word page
σμερδνός

-ή, -όν

[cf. σμερδαλέος.]

ShortDef

terrible to look on, fearful, aweful, direful

Debugging

Headword:
σμερδνός
Headword (normalized):
σμερδνός
Headword (normalized/stripped):
σμερδνος
IDX:
8476
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8477
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[cf. σμερδαλέος.]</p>'}