Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σκύζομαι
σκύλαξ
σκύμνος
σκῦτος
σκυτοτόμος
σκύφος
σκώληξ
σκῶλος
σκώψ
σμαραγέω
σμερδαλέος
σμερδνός
σμήχω
σμικρός
σμύχω
σμῶδιξ
σόλος
σόος
σορός
σός
σοφίη
View word page
σμερδαλέος

-η, -ον

[cf. σμερδνός. and L. mordeo, to bite.]

ShortDef

terrible to look on, fearful, aweful, direful

Debugging

Headword:
σμερδαλέος
Headword (normalized):
σμερδαλέος
Headword (normalized/stripped):
σμερδαλεος
IDX:
8475
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8476
Key:

Data

{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>[cf. σμερδνός. and L. mordeo, to bite.]</p>'}