Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σκυδμαίνω
σκύζομαι
σκύλαξ
σκύμνος
σκῦτος
σκυτοτόμος
σκύφος
σκώληξ
σκῶλος
σκώψ
σμαραγέω
σμερδαλέος
σμερδνός
σμήχω
σμικρός
σμύχω
σμῶδιξ
σόλος
σόος
σορός
σός
View word page
σμαραγέω

To give forth a loud sound : σμαραγεῖ πόντος (roars) Il. 2.210. Cf. Il. 2.463 (re-echoes with the cries of the birds), Il. 21.199 (crashes).

ShortDef

to crash

Debugging

Headword:
σμαραγέω
Headword (normalized):
σμαραγέω
Headword (normalized/stripped):
σμαραγεω
IDX:
8474
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8475
Key:

Data

{'content': '<p>To give forth a loud sound : σμαραγεῖ πόντος (roars) Il. 2.210. Cf. Il. 2.463 (re-echoes with the cries of the birds), Il. 21.199 (crashes).</p>'}