Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σκόλοψ
σκόπελος
σκοπιάζω
σκοπιή
σκοπός
σκότιος
σκοτομήνιος
σκότος
σκυδμαίνω
σκύζομαι
σκύλαξ
σκύμνος
σκῦτος
σκυτοτόμος
σκύφος
σκώληξ
σκῶλος
σκώψ
σμαραγέω
σμερδαλέος
σμερδνός
View word page
σκύλαξ

-ακος (fem. when the gender is indicated).

A puppy: κύων ἀμαλῇσι περὶ σκυλάκεσσι βεβῶσα Od. 20.14. Cf. Od. 9.289, Od. 12.86.

ShortDef

a young dog, whelp, puppy

Debugging

Headword:
σκύλαξ
Headword (normalized):
σκύλαξ
Headword (normalized/stripped):
σκυλαξ
IDX:
8466
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8467
Key:

Data

{'content': '<p>-ακος (fem. when the gender is indicated).</p> <p>A puppy: κύων ἀμαλῇσι περὶ σκυλάκεσσι βεβῶσα Od. 20.14. Cf. Od. 9.289, Od. 12.86.</p>'}