Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
σκιρτάω
σκολιός
σκόλοψ
σκόπελος
σκοπιάζω
σκοπιή
σκοπός
σκότιος
σκοτομήνιος
σκότος
σκυδμαίνω
σκύζομαι
σκύλαξ
σκύμνος
σκῦτος
σκυτοτόμος
σκύφος
σκώληξ
σκῶλος
σκώψ
σμαραγέω
View word page
σκυδμαίνω
[σκύζομαι.]
(ἀπο-)
ShortDef
to be angry
Debugging
Headword:
σκυδμαίνω
Headword (normalized):
σκυδμαίνω
Headword (normalized/stripped):
σκυδμαινω
IDX:
8464
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8465
Key:
Data
{'content': '<p>[σκύζομαι.]</p> <p>(ἀπο-)</p>'}