Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σκιερός
σκιή
σκιόεις
σκιόωντο
σκιρτάω
σκολιός
σκόλοψ
σκόπελος
σκοπιάζω
σκοπιή
σκοπός
σκότιος
σκοτομήνιος
σκότος
σκυδμαίνω
σκύζομαι
σκύλαξ
σκύμνος
σκῦτος
σκυτοτόμος
σκύφος
View word page
σκοπός

-οῦ, ὁ, ἡ

[σκοπ-, σκέπτομαι.]

ShortDef

one that watches; a target

Debugging

Headword:
σκοπός
Headword (normalized):
σκοπός
Headword (normalized/stripped):
σκοπος
IDX:
8460
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8461
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦ, ὁ, ἡ</p> <p>[σκοπ-, σκέπτομαι.]</p>'}