Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σκιάω
σκίδνημι
σκιερός
σκιή
σκιόεις
σκιόωντο
σκιρτάω
σκολιός
σκόλοψ
σκόπελος
σκοπιάζω
σκοπιή
σκοπός
σκότιος
σκοτομήνιος
σκότος
σκυδμαίνω
σκύζομαι
σκύλαξ
σκύμνος
σκῦτος
View word page
σκοπιάζω

[σκοπιή.]

(διασκοπιάομαι).

ShortDef

to look about one, spy from a high place

Debugging

Headword:
σκοπιάζω
Headword (normalized):
σκοπιάζω
Headword (normalized/stripped):
σκοπιαζω
IDX:
8458
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8459
Key:

Data

{'content': '<p>[σκοπιή.]</p> <p>(διασκοπιάομαι).</p>'}