Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
σκηρίπτομαι
σκιάζω
σκιάω
σκίδνημι
σκιερός
σκιή
σκιόεις
σκιόωντο
σκιρτάω
σκολιός
σκόλοψ
σκόπελος
σκοπιάζω
σκοπιή
σκοπός
σκότιος
σκοτομήνιος
σκότος
σκυδμαίνω
σκύζομαι
σκύλαξ
View word page
σκόλοψ
-οπος, ὁ
[cf. σκῶλος.]
ShortDef
anything pointed
Debugging
Headword:
σκόλοψ
Headword (normalized):
σκόλοψ
Headword (normalized/stripped):
σκολοψ
IDX:
8456
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8457
Key:
Data
{'content': '<p>-οπος, ὁ</p> <p>[cf. σκῶλος.]</p>'}