Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
σκήπτομαι
σκηπτοῦχος
σκῆπτρον
σκηρίπτομαι
σκιάζω
σκιάω
σκίδνημι
σκιερός
σκιή
σκιόεις
σκιόωντο
σκιρτάω
σκολιός
σκόλοψ
σκόπελος
σκοπιάζω
σκοπιή
σκοπός
σκότιος
σκοτομήνιος
σκότος
View word page
σκιόωντο
3 pl. impf. pass. σκιάω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκιόωντο
Headword (normalized):
σκιόωντο
Headword (normalized/stripped):
σκιοωντο
IDX:
8453
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8454
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. impf. pass. σκιάω.</p>'}