Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
σκέπτομαι
σκήλειε
σκηπάνιον
σκήπτομαι
σκηπτοῦχος
σκῆπτρον
σκηρίπτομαι
σκιάζω
σκιάω
σκίδνημι
σκιερός
σκιή
σκιόεις
σκιόωντο
σκιρτάω
σκολιός
σκόλοψ
σκόπελος
σκοπιάζω
σκοπιή
σκοπός
View word page
σκιερός
[σκιή.]
ShortDef
shady, giving shade
Debugging
Headword:
σκιερός
Headword (normalized):
σκιερός
Headword (normalized/stripped):
σκιερος
IDX:
8450
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8451
Key:
Data
{'content': '<p>[σκιή.]</p>'}