Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀνεκτῶς
ἀνελθών
ἀνέλκω
ἀνέλοντο
ἀνέμεινα
ἀνέμνησας
ἄνεμος
ἀνεμοσκεπής
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμώλιος
ἀνένεικα
ἀνέντες
ἀνέξομαι
ἀνέπαλτο
ἀνεπᾶλτο
ἀνέπνευσαν
ἀνερρίπτουν
ἀνέρριψαν
ἀνέρχομαι
ἀνερωτάω
ἄνεσαν
View word page
ἀνένεικα
aor. ἀναφέρω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνένεικα
Headword (normalized):
ἀνένεικα
Headword (normalized/stripped):
ανενεικα
IDX:
844
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.845
Key:
Data
{'content': '<p>aor. ἀναφέρω.</p>'}