Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σκέπας
σκεπάω
σκέπτομαι
σκήλειε
σκηπάνιον
σκήπτομαι
σκηπτοῦχος
σκῆπτρον
σκηρίπτομαι
σκιάζω
σκιάω
σκίδνημι
σκιερός
σκιή
σκιόεις
σκιόωντο
σκιρτάω
σκολιός
σκόλοψ
σκόπελος
σκοπιάζω
View word page
σκιάω

[as σκιάζω.]

3 pl. impf. pass. σκιόωντο. (κατα-) = σκιάζω. : σκιόωντο πᾶσαι ἀγυιαί Od. 2.388 = Od. 3.487 = 497 = Od. 11.12 = Od. 15.185 = 296 = 471.

ShortDef

to overshadow

Debugging

Headword:
σκιάω
Headword (normalized):
σκιάω
Headword (normalized/stripped):
σκιαω
IDX:
8448
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8449
Key:

Data

{'content': '<p>[as σκιάζω.]</p> <p>3 pl. impf. pass. σκιόωντο. (κατα-) = σκιάζω. : σκιόωντο πᾶσαι ἀγυιαί Od. 2.388 = Od. 3.487 = 497 = Od. 11.12 = Od. 15.185 = 296 = 471.</p>'}