Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σκέπαρνον
σκέπας
σκεπάω
σκέπτομαι
σκήλειε
σκηπάνιον
σκήπτομαι
σκηπτοῦχος
σκῆπτρον
σκηρίπτομαι
σκιάζω
σκιάω
σκίδνημι
σκιερός
σκιή
σκιόεις
σκιόωντο
σκιρτάω
σκολιός
σκόλοψ
σκόπελος
View word page
σκιάζω

[σκιή.]

ShortDef

to overshadow, shade

Debugging

Headword:
σκιάζω
Headword (normalized):
σκιάζω
Headword (normalized/stripped):
σκιαζω
IDX:
8447
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8448
Key:

Data

{'content': '<p>[σκιή.]</p>'}