Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
σκέλος
σκέπαρνον
σκέπας
σκεπάω
σκέπτομαι
σκήλειε
σκηπάνιον
σκήπτομαι
σκηπτοῦχος
σκῆπτρον
σκηρίπτομαι
σκιάζω
σκιάω
σκίδνημι
σκιερός
σκιή
σκιόεις
σκιόωντο
σκιρτάω
σκολιός
σκόλοψ
View word page
σκηρίπτομαι
ShortDef
to support oneself
Debugging
Headword:
σκηρίπτομαι
Headword (normalized):
σκηρίπτομαι
Headword (normalized/stripped):
σκηριπτομαι
IDX:
8446
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8447
Key:
Data
{'content': ''}