Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σκέδασις
σκέλλω
σκέλος
σκέπαρνον
σκέπας
σκεπάω
σκέπτομαι
σκήλειε
σκηπάνιον
σκήπτομαι
σκηπτοῦχος
σκῆπτρον
σκηρίπτομαι
σκιάζω
σκιάω
σκίδνημι
σκιερός
σκιή
σκιόεις
σκιόωντο
σκιρτάω
View word page
σκηπτοῦχος

[σκηπτ-, σκῆπτρον + ἔχω.]

ShortDef

bearing a staff

Debugging

Headword:
σκηπτοῦχος
Headword (normalized):
σκηπτοῦχος
Headword (normalized/stripped):
σκηπτουχος
IDX:
8444
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8445
Key:

Data

{'content': '<p>[σκηπτ-, σκῆπτρον + ἔχω.]</p>'}