Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σκαίρω
σκαφίς
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκέλλω
σκέλος
σκέπαρνον
σκέπας
σκεπάω
σκέπτομαι
σκήλειε
σκηπάνιον
σκήπτομαι
σκηπτοῦχος
σκῆπτρον
σκηρίπτομαι
σκιάζω
σκιάω
σκίδνημι
σκιερός
σκιή
View word page
σκήλειε

3 sing. aor. opt. σκέλλω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκήλειε
Headword (normalized):
σκήλειε
Headword (normalized/stripped):
σκηλειε
IDX:
8441
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8442
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. opt. σκέλλω.</p>'}