Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σκάζω
σκαιός
σκαίρω
σκαφίς
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκέλλω
σκέλος
σκέπαρνον
σκέπας
σκεπάω
σκέπτομαι
σκήλειε
σκηπάνιον
σκήπτομαι
σκηπτοῦχος
σκῆπτρον
σκηρίπτομαι
σκιάζω
σκιάω
σκίδνημι
View word page
σκεπάω

[σκέπας.]

3 pl. σκεπόωσι.

ShortDef

to cover, shelter

Debugging

Headword:
σκεπάω
Headword (normalized):
σκεπάω
Headword (normalized/stripped):
σκεπαω
IDX:
8439
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8440
Key:

Data

{'content': '<p>[σκέπας.]</p> <p>3 pl. σκεπόωσι.</p>'}