Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀνεκτός
ἀνεκτῶς
ἀνελθών
ἀνέλκω
ἀνέλοντο
ἀνέμεινα
ἀνέμνησας
ἄνεμος
ἀνεμοσκεπής
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμώλιος
ἀνένεικα
ἀνέντες
ἀνέξομαι
ἀνέπαλτο
ἀνεπᾶλτο
ἀνέπνευσαν
ἀνερρίπτουν
ἀνέρριψαν
ἀνέρχομαι
ἀνερωτάω
View word page
ἀνεμώλιος
[app. fr. ἄνεμος.]
Thus
ShortDef
windy
Debugging
Headword:
ἀνεμώλιος
Headword (normalized):
ἀνεμώλιος
Headword (normalized/stripped):
ανεμωλιος
IDX:
843
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.844
Key:
Data
{'content': '<p>[app. fr. ἄνεμος.]</p> <p>Thus</p>'}