Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σιφλόω
σιωπάω
σιωπή
σκάζω
σκαιός
σκαίρω
σκαφίς
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκέλλω
σκέλος
σκέπαρνον
σκέπας
σκεπάω
σκέπτομαι
σκήλειε
σκηπάνιον
σκήπτομαι
σκηπτοῦχος
σκῆπτρον
σκηρίπτομαι
View word page
σκέλος

τό.

ShortDef

the leg

Debugging

Headword:
σκέλος
Headword (normalized):
σκέλος
Headword (normalized/stripped):
σκελος
IDX:
8436
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8437
Key:

Data

{'content': '<p>τό.</p>'}