Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σῖτος
σιτοφάγος
σιφλόω
σιωπάω
σιωπή
σκάζω
σκαιός
σκαίρω
σκαφίς
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκέλλω
σκέλος
σκέπαρνον
σκέπας
σκεπάω
σκέπτομαι
σκήλειε
σκηπάνιον
σκήπτομαι
σκηπτοῦχος
View word page
σκέδασις

[σκεδάννυμι.]

A (disorderly) scattering, a rout : μνηστήρων σκέδασιν Od. 1.116, Od. 20.225.

ShortDef

a scattering

Debugging

Headword:
σκέδασις
Headword (normalized):
σκέδασις
Headword (normalized/stripped):
σκεδασις
IDX:
8434
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8435
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[σκεδάννυμι.]</p> <p>A (disorderly) scattering, a rout : μνηστήρων σκέδασιν Od. 1.116, Od. 20.225.</p>'}