Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σιτέομαι
σῖτος
σιτοφάγος
σιφλόω
σιωπάω
σιωπή
σκάζω
σκαιός
σκαίρω
σκαφίς
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκέλλω
σκέλος
σκέπαρνον
σκέπας
σκεπάω
σκέπτομαι
σκήλειε
σκηπάνιον
σκήπτομαι
View word page
σκεδάννυμι

[cf. κεδάννυμι, σκίδναμαι.]

3 sing. aor. ἐσκέδασε Il. 6.330. σκέδασε Il. 17.649, Od. 3.341, Il. 23.162 : Od. 13.352.

Imp. σκέδασον Il. 19.171, Il. 23.158 : Od. 8.149. (ἀπο-, δια-)

ShortDef

to scatter, disperse

Debugging

Headword:
σκεδάννυμι
Headword (normalized):
σκεδάννυμι
Headword (normalized/stripped):
σκεδαννυμι
IDX:
8433
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8434
Key:

Data

{'content': '<p>[cf. κεδάννυμι, σκίδναμαι.]</p> <p>3 sing. aor. ἐσκέδασε Il. 6.330. σκέδασε Il. 17.649, Od. 3.341, Il. 23.162 : Od. 13.352.</p> <p>Imp. σκέδασον Il. 19.171, Il. 23.158 : Od. 8.149. (ἀπο-, δια-)</p>'}