Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀνέκραγον
ἀνεκτός
ἀνεκτῶς
ἀνελθών
ἀνέλκω
ἀνέλοντο
ἀνέμεινα
ἀνέμνησας
ἄνεμος
ἀνεμοσκεπής
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμώλιος
ἀνένεικα
ἀνέντες
ἀνέξομαι
ἀνέπαλτο
ἀνεπᾶλτο
ἀνέπνευσαν
ἀνερρίπτουν
ἀνέρριψαν
ἀνέρχομαι
View word page
ἀνεμοτρεφής

-ές

[ἄνεμος + τρέφω.]

ShortDef

fed by the wind

Debugging

Headword:
ἀνεμοτρεφής
Headword (normalized):
ἀνεμοτρεφής
Headword (normalized/stripped):
ανεμοτρεφης
IDX:
842
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.843
Key:

Data

{'content': '<p>-ές</p> <p>[ἄνεμος + τρέφω.]</p>'}