Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σιγαλόεις
σιγάω
σιγή
σιδήρεος
σίδηρος
σίζω
σίνομαι
σίντης
σιτέομαι
σῖτος
σιτοφάγος
σιφλόω
σιωπάω
σιωπή
σκάζω
σκαιός
σκαίρω
σκαφίς
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκέλλω
View word page
σιτοφάγος

[σῖτος + φάγον.]

Food-eating Od. 9.191.

ShortDef

eating grain

Debugging

Headword:
σιτοφάγος
Headword (normalized):
σιτοφάγος
Headword (normalized/stripped):
σιτοφαγος
IDX:
8425
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8426
Key:

Data

{'content': '<p>[σῖτος + φάγον.]</p> <p>Food-eating Od. 9.191.</p>'}