Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
σθένος
σίαλος
σιγαλόεις
σιγάω
σιγή
σιδήρεος
σίδηρος
σίζω
σίνομαι
σίντης
σιτέομαι
σῖτος
σιτοφάγος
σιφλόω
σιωπάω
σιωπή
σκάζω
σκαιός
σκαίρω
σκαφίς
σκεδάννυμι
View word page
σιτέομαι
[σῖτος.]
3 pl. pa. iterative σιτέσκοντο.
ShortDef
to take food, eat
Debugging
Headword:
σιτέομαι
Headword (normalized):
σιτέομαι
Headword (normalized/stripped):
σιτεομαι
IDX:
8423
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8424
Key:
Data
{'content': '<p>[σῖτος.]</p> <p>3 pl. pa. iterative σιτέσκοντο.</p>'}