Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σθεναρός
σθένος
σίαλος
σιγαλόεις
σιγάω
σιγή
σιδήρεος
σίδηρος
σίζω
σίνομαι
σίντης
σιτέομαι
σῖτος
σιτοφάγος
σιφλόω
σιωπάω
σιωπή
σκάζω
σκαιός
σκαίρω
σκαφίς
View word page
σίντης

[σίνομαι.]

Ravening : λῖν σίντην Il. 11.481, λύκοι σίνται Il. 16.353. Cf. Od. 3.165.

ShortDef

destructive, ravenous

Debugging

Headword:
σίντης
Headword (normalized):
σίντης
Headword (normalized/stripped):
σιντης
IDX:
8422
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8423
Key:

Data

{'content': '<p>[σίνομαι.]</p> <p>Ravening : λῖν σίντην Il. 11.481, λύκοι σίνται Il. 16.353. Cf. Od. 3.165.</p>'}