Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σηκός
σῆμα
σημαίνω
σημάντωρ
σήμερον
σήμηνε
σήπω
σθεναρός
σθένος
σίαλος
σιγαλόεις
σιγάω
σιγή
σιδήρεος
σίδηρος
σίζω
σίνομαι
σίντης
σιτέομαι
σῖτος
σιτοφάγος
View word page
σιγαλόεις

-εντος.

ShortDef

glossy, glittering, shining, splendid

Debugging

Headword:
σιγαλόεις
Headword (normalized):
σιγαλόεις
Headword (normalized/stripped):
σιγαλοεις
IDX:
8415
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8416
Key:

Data

{'content': '<p>-εντος.</p>'}