Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
σηκάζω
σηκοκόρος
σηκός
σῆμα
σημαίνω
σημάντωρ
σήμερον
σήμηνε
σήπω
σθεναρός
σθένος
σίαλος
σιγαλόεις
σιγάω
σιγή
σιδήρεος
σίδηρος
σίζω
σίνομαι
σίντης
σιτέομαι
View word page
σθένος
-εος, τό.
ShortDef
strength, might
Debugging
Headword:
σθένος
Headword (normalized):
σθένος
Headword (normalized/stripped):
σθενος
IDX:
8413
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8414
Key:
Data
{'content': '<p>-εος, τό.</p>'}