Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
σέλας
σελήνη
σέλινον
σέσηπε
σεύω
σηκάζω
σηκοκόρος
σηκός
σῆμα
σημαίνω
σημάντωρ
σήμερον
σήμηνε
σήπω
σθεναρός
σθένος
σίαλος
σιγαλόεις
σιγάω
σιγή
σιδήρεος
View word page
σημάντωρ
-ορος, ὁ
[σημαίνω.]
ShortDef
one who gives a signal, a leader, commander
Debugging
Headword:
σημάντωρ
Headword (normalized):
σημάντωρ
Headword (normalized/stripped):
σημαντωρ
IDX:
8408
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8409
Key:
Data
{'content': '<p>-ορος, ὁ</p> <p>[σημαίνω.]</p>'}