Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σέβας
σέβομαι
σειρή
σείω
σέλας
σελήνη
σέλινον
σέσηπε
σεύω
σηκάζω
σηκοκόρος
σηκός
σῆμα
σημαίνω
σημάντωρ
σήμερον
σήμηνε
σήπω
σθεναρός
σθένος
σίαλος
View word page
σηκοκόρος

-ου, ὁ

[σηκός + κορέω.]

ShortDef

cleaning a byre

Debugging

Headword:
σηκοκόρος
Headword (normalized):
σηκοκόρος
Headword (normalized/stripped):
σηκοκορος
IDX:
8404
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8405
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[σηκός + κορέω.]</p>'}