Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄνειμι
ἀνείμων
ἀνείρομαι
ἀνέκραγον
ἀνεκτός
ἀνεκτῶς
ἀνελθών
ἀνέλκω
ἀνέλοντο
ἀνέμεινα
ἀνέμνησας
ἄνεμος
ἀνεμοσκεπής
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμώλιος
ἀνένεικα
ἀνέντες
ἀνέξομαι
ἀνέπαλτο
ἀνεπᾶλτο
ἀνέπνευσαν
View word page
ἀνέμνησας
2 sing. aor. ἀναμιμνήσκω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνέμνησας
Headword (normalized):
ἀνέμνησας
Headword (normalized/stripped):
ανεμνησας
IDX:
839
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.840
Key:
Data
{'content': '<p>2 sing. aor. ἀναμιμνήσκω.</p>'}