Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
σάκος
σάλπιγξ
σαλπίζω
σανίς
σῶς
σαοφροσύνη
σαόφρων
σώζω
σαπήῃ
σαρδάνιος
σάρξ
σαυρωτήρ
σάφα
σάω
σάω
σαῷς
σαώσω
σαώτερος
σβέννυμι
σεβάζομαι
σέβας
View word page
σάρξ
σαρκός, ἡ.
ShortDef
flesh
Debugging
Headword:
σάρξ
Headword (normalized):
σάρξ
Headword (normalized/stripped):
σαρξ
IDX:
8384
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8385
Key:
Data
{'content': '<p>σαρκός, ἡ.</p>'}