Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀνείη
ἀνείλετο
ἄνειμι
ἀνείμων
ἀνείρομαι
ἀνέκραγον
ἀνεκτός
ἀνεκτῶς
ἀνελθών
ἀνέλκω
ἀνέλοντο
ἀνέμεινα
ἀνέμνησας
ἄνεμος
ἀνεμοσκεπής
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμώλιος
ἀνένεικα
ἀνέντες
ἀνέξομαι
ἀνέπαλτο
View word page
ἀνέλοντο

3 pl. aor. mid. ἀναιρέω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνέλοντο
Headword (normalized):
ἀνέλοντο
Headword (normalized/stripped):
ανελοντο
IDX:
837
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.838
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. mid. ἀναιρέω.</p>'}