Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ῥυστάζω
ῥυστακτύς
ῥυτήρ1
ῥυτήρ2
ῥυτός
ῥωγαλέος
ῥώξ
ῥώομαι
ῥῶπες
ῥωπήϊα
ῥωχμός
σαίνω
σακέσπαλος
σάκος
σάλπιγξ
σαλπίζω
σανίς
σῶς
σαοφροσύνη
σαόφρων
σώζω
View word page
ῥωχμός

[ῥήγνυμι.]

ShortDef

a cleft
wheezing

Debugging

Headword:
ῥωχμός
Headword (normalized):
ῥωχμός
Headword (normalized/stripped):
ρωχμος
IDX:
8371
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8372
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[ῥήγνυμι.]</p>'}