Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ῥῦσάμην
ῥύσατο
ῥῦσθαι
ῥύσια
ῥυσίπτολις
ῥύσκευ
ῥυσός
ῥυστάζω
ῥυστακτύς
ῥυτήρ1
ῥυτήρ2
ῥυτός
ῥωγαλέος
ῥώξ
ῥώομαι
ῥῶπες
ῥωπήϊα
ῥωχμός
σαίνω
σακέσπαλος
σάκος
View word page
ῥυτήρ2

-ῆρος, ὁ

[ῥύομαι, ἐρύω2.]

A keeper or guard : σταθμῶν ῥυτῆρα Od. 17.187, 223.

ShortDef

one who draws, strap, rein
savior, guard

Debugging

Headword:
ῥυτήρ2
Headword (normalized):
ῥυτήρ
Headword (normalized/stripped):
ρυτηρ2
IDX:
8364
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8365
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆρος, ὁ</p> <p>[ῥύομαι, ἐρύω2.]</p> <p>A keeper or guard : σταθμῶν ῥυτῆρα Od. 17.187, 223.</p>'}