Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀνέζομαι
ἀνέηκε
ἀνείη
ἀνείλετο
ἄνειμι
ἀνείμων
ἀνείρομαι
ἀνέκραγον
ἀνεκτός
ἀνεκτῶς
ἀνελθών
ἀνέλκω
ἀνέλοντο
ἀνέμεινα
ἀνέμνησας
ἄνεμος
ἀνεμοσκεπής
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμώλιος
ἀνένεικα
ἀνέντες
View word page
ἀνελθών

aor. pple. ἀνέρχομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνελθών
Headword (normalized):
ἀνελθών
Headword (normalized/stripped):
ανελθων
IDX:
835
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.836
Key:

Data

{'content': '<p>aor. pple. ἀνέρχομαι.</p>'}