Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀνεέργω
ἀνέζομαι
ἀνέηκε
ἀνείη
ἀνείλετο
ἄνειμι
ἀνείμων
ἀνείρομαι
ἀνέκραγον
ἀνεκτός
ἀνεκτῶς
ἀνελθών
ἀνέλκω
ἀνέλοντο
ἀνέμεινα
ἀνέμνησας
ἄνεμος
ἀνεμοσκεπής
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμώλιος
ἀνένεικα
View word page
ἀνεκτῶς
[adv. fr. ἀνεκτός.]
In such wise as may be endured: μαίνεται οὐκέτʼ ἀ. Il. 8.355. Cf. Od. 9.350.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνεκτῶς
Headword (normalized):
ἀνεκτῶς
Headword (normalized/stripped):
ανεκτως
IDX:
834
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.835
Key:
Data
{'content': '<p>[adv. fr. ἀνεκτός.]</p> <p>In such wise as may be endured: μαίνεται οὐκέτʼ ἀ. Il. 8.355. Cf. Od. 9.350.</p>'}