Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀνέδρακε
ἀνέδραμε
ἀνέδυ
ἀνεδύσετο
ἀνεέργω
ἀνέζομαι
ἀνέηκε
ἀνείη
ἀνείλετο
ἄνειμι
ἀνείμων
ἀνείρομαι
ἀνέκραγον
ἀνεκτός
ἀνεκτῶς
ἀνελθών
ἀνέλκω
ἀνέλοντο
ἀνέμεινα
ἀνέμνησας
ἄνεμος
View word page
ἀνείμων

-ονος

[ἀ-1 + εἷμα.]

Without (store of) raiment.

Absol.: ἀνείμονος ἠὲ πενιχροῦ Od. 3.348.

ShortDef

without clothing, unclad

Debugging

Headword:
ἀνείμων
Headword (normalized):
ἀνείμων
Headword (normalized/stripped):
ανειμων
IDX:
830
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.831
Key:

Data

{'content': '<p>-ονος</p> <p>[ἀ-1 + εἷμα.]</p> <p>Without (store of) raiment.</p> <p>Absol.: ἀνείμονος ἠὲ πενιχροῦ Od. 3.348.</p>'}