Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀνέγναμψαν
ἀνέγνων
ἀνεδέγμεθα
ἀνέδέξατο
ἀνέδρακε
ἀνέδραμε
ἀνέδυ
ἀνεδύσετο
ἀνεέργω
ἀνέζομαι
ἀνέηκε
ἀνείη
ἀνείλετο
ἄνειμι
ἀνείμων
ἀνείρομαι
ἀνέκραγον
ἀνεκτός
ἀνεκτῶς
ἀνελθών
ἀνέλκω
View word page
ἀνέηκε
3 sing. aor. ἀνίημι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνέηκε
Headword (normalized):
ἀνέηκε
Headword (normalized/stripped):
ανεηκε
IDX:
826
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.827
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ἀνίημι.</p>'}