Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πυρκαϊή
πύρνον
πυρός
πυροφόρος
πυρπολέω
πυρσός
πύσει
πω
πωλέομαι
πῶλος
πῶμα
πῶς
πως
πωτάομαι
πῶυ
ῥα
ῥάβδος
ῥαδινός
π̔αθάμιγγες
ῥαίνω
ῥαιστήρ
View word page
πῶμα
-ατος, τό.
ShortDef
a lid, cover
a drink, a draught
Debugging
Headword:
πῶμα
Headword (normalized):
πῶμα
Headword (normalized/stripped):
πωμα
IDX:
8268
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8269
Key:
Data
{'content': '<p>-ατος, τό.</p>'}