Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πυρή
πυρηφόρος
πυριήκης
πυρίκαυστος
πυρκαϊή
πύρνον
πυρός
πυροφόρος
πυρπολέω
πυρσός
πύσει
πω
πωλέομαι
πῶλος
πῶμα
πῶς
πως
πωτάομαι
πῶυ
ῥα
ῥάβδος
View word page
πύσει
3 sing. fut. πύθω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πύσει
Headword (normalized):
πύσει
Headword (normalized/stripped):
πυσει
IDX:
8264
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8265
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. fut. πύθω.</p>'}