Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πυρετός
πυρή
πυρηφόρος
πυριήκης
πυρίκαυστος
πυρκαϊή
πύρνον
πυρός
πυροφόρος
πυρπολέω
πυρσός
πύσει
πω
πωλέομαι
πῶλος
πῶμα
πῶς
πως
πωτάομαι
πῶυ
ῥα
View word page
πυρσός

-οῦ, ὁ

[πῦρ.]

ShortDef

a firebrand, torch

Debugging

Headword:
πυρσός
Headword (normalized):
πυρσός
Headword (normalized/stripped):
πυρσος
IDX:
8263
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8264
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦ, ὁ</p> <p>[πῦρ.]</p>'}