Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πυργόω
πυρετός
πυρή
πυρηφόρος
πυριήκης
πυρίκαυστος
πυρκαϊή
πύρνον
πυρός
πυροφόρος
πυρπολέω
πυρσός
πύσει
πω
πωλέομαι
πῶλος
πῶμα
πῶς
πως
πωτάομαι
πῶυ
View word page
πυρπολέω
[πῦρ + -πολος, conn. with πολεύω.]
ShortDef
to light and keep up a fire, watch a fire
Debugging
Headword:
πυρπολέω
Headword (normalized):
πυρπολέω
Headword (normalized/stripped):
πυρπολεω
IDX:
8262
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8263
Key:
Data
{'content': '<p>[πῦρ + -πολος, conn. with πολεύω.]</p>'}