Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀνεγείρω
ἀνέγναμψαν
ἀνέγνων
ἀνεδέγμεθα
ἀνέδέξατο
ἀνέδρακε
ἀνέδραμε
ἀνέδυ
ἀνεδύσετο
ἀνεέργω
ἀνέζομαι
ἀνέηκε
ἀνείη
ἀνείλετο
ἄνειμι
ἀνείμων
ἀνείρομαι
ἀνέκραγον
ἀνεκτός
ἀνεκτῶς
ἀνελθών
View word page
ἀνέζομαι

[ἀν-, ἀνα- 1, ἀνα- 4.]

3 sing. fut. ἀνέσει Od. 18.265.

Aor. opt. ἀνέσαιμι Il. 14.209.

Pl. pple. ἀνέσαντες Il. 13.657. In the forms cited

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνέζομαι
Headword (normalized):
ἀνέζομαι
Headword (normalized/stripped):
ανεζομαι
IDX:
825
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.826
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀν-, ἀνα- 1, ἀνα- 4.]</p> <p>3 sing. fut. ἀνέσει Od. 18.265.</p> <p>Aor. opt. ἀνέσαιμι Il. 14.209.</p> <p>Pl. pple. ἀνέσαντες Il. 13.657. In the forms cited</p>'}