Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πυράγρη
πυρακτέω
πυργηδόν
πύργος
πυργόω
πυρετός
πυρή
πυρηφόρος
πυριήκης
πυρίκαυστος
πυρκαϊή
πύρνον
πυρός
πυροφόρος
πυρπολέω
πυρσός
πύσει
πω
πωλέομαι
πῶλος
πῶμα
View word page
πυρκαϊή

-ῆς, ἡ

[πῦρ + καίω. A place where fire is kindled.]

A funeral-pyre : νεκροὺς πυρκαϊῆς ἐπενήνεον Il. 6.428=431. Cf. Il. 23.158, 225, 228, 231, 237, 250=Il. 24.791.

ShortDef

funeral-pile

Debugging

Headword:
πυρκαϊή
Headword (normalized):
πυρκαϊή
Headword (normalized/stripped):
πυρκαιη
IDX:
8258
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8259
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[πῦρ + καίω. A place where fire is kindled.]</p> <p>A funeral-pyre : νεκροὺς πυρκαϊῆς ἐπενήνεον Il. 6.428=431. Cf. Il. 23.158, 225, 228, 231, 237, 250=Il. 24.791.</p>'}