Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πυρά
πυράγρη
πυρακτέω
πυργηδόν
πύργος
πυργόω
πυρετός
πυρή
πυρηφόρος
πυριήκης
πυρίκαυστος
πυρκαϊή
πύρνον
πυρός
πυροφόρος
πυρπολέω
πυρσός
πύσει
πω
πωλέομαι
πῶλος
View word page
πυρίκαυστος
[πυρί,
dat. of πῦρ + καυ-, καίω.]
Charred (at the end to prevent rotting) Il. 13.564.
ShortDef
burnt in fire
Debugging
Headword:
πυρίκαυστος
Headword (normalized):
πυρίκαυστος
Headword (normalized/stripped):
πυρικαυστος
IDX:
8257
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8258
Key:
Data
{'content': '<p>[πυρί,</p> <p>dat. of πῦρ + καυ-, καίω.]</p> <p>Charred (at the end to prevent rotting) Il. 13.564.</p>'}